Οι μικρές ρήξεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με συντηρητική θεραπεία, η οποία περιλαμβάνει:
- Ανάπαυση και αποφυγή δραστηριοτήτων που προκαλούν πόνο.
- Φυσικοθεραπεία για την ενίσχυση των μυών στην περιοχή.
- Χρήση αντιφλεγμονώδων φαρμάκων.
Σε περιπτώσεις ρήξεων μεγαλύτερου μεγέθους ή όταν η συντηρητική θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική, μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση. Η χειρουργική επέμβαση περιλαμβάνει τη συρραφή του τένοντα στην ωμογλήνη.
Η πρόγνωση για τη ρήξη υπερακανθίου είναι γενικά καλή. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση συνήθως αποκαθίστανται πλήρως στη λειτουργία του ώμου. Αντίθετα, οι ασθενείς που ακολουθούν συντηρητική θεραπεία μπορεί να βελτιώσουν κάπως την κατάστασή τους, αλλά είναι πιθανό να διατηρούν κάποια δυσλειτουργία του ώμου.
Η διάγνωση της ρήξης υπερακανθίου γίνεται με κλινική εξέταση από έναν ορθοπαιδικό. Κατά την εξέταση, ο ορθοπαιδικός αξιολογεί το εύρος κίνησης του ώμου, τη μυϊκή ισχύ και την ευαισθησία. Επίσης, μπορεί να ζητήσει από τον ασθενή να εκτελέσει ορισμένες κινήσεις του ώμου για να αξιολογήσει την ικανότητά του να κινεί τον ώμο χωρίς πόνο.
Σε ορισμένες περιστάσεις, ο ιατρός ορθοπεδικός μπορεί να προτείνει την εκτέλεση απεικονιστικών εξετάσεων, όπως η αξονική τομογραφία ή η μαγνητική τομογραφία. Η αξονική τομογραφία χρησιμοποιείται κυρίως για την αξιολόγηση της κατάστασης των οστών, ενώ η μαγνητική τομογραφία είναι πιο ενδεδειγμένη για την αξιολόγηση των μαλακών ιστών, όπως οι τένοντες.
Τόσο τα ευρήματα από την κλινική εξέταση όσο και από τις απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν να βοηθήσουν τον ιατρό ορθοπεδικό να κάνει διάγνωση ρήξης του υπερακανθίου και να προσδιορίσει τη σοβαρότητά της.
Παρακάτω, παραθέτουμε ορισμένα συμπτώματα που μπορεί να παρατηρηθούν κατά την κλινική εξέταση και που ενδέχεται να υποδηλώνουν ρήξη του υπερακανθίου:
- Πόνος κατά την ανύψωση του βραχίονα πάνω από το κεφάλι ή μπροστά από το σώμα.
- Δυσκολία στην ανύψωση του βραχίονα.
- Περιορισμένη κινητικότητα του ώμου.
- Πόνος κατά την ανάπαυση ή κατά τον ύπνο.
Τα ακόλουθα ευρήματα στις απεικονιστικές εξετάσεις μπορεί να υποδηλώνουν ότι υπάρχει μια ρήξη στο υπερακάνθιο τένον του ώμου:
- Διαχωρισμός του τένοντα από την ωμογλήνη.
- Έλλειψη συνέχειας του τένοντα.
- Πάχυνση ή ουλοποίηση του τένοντα.
Η διάγνωση της ρήξης υπερακανθίου είναι κρίσιμη για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη θεραπεία. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της επιδείνωσης της βλάβης και στην αποκατάσταση της πλήρους λειτουργίας του ώμου.
Υπάρχουν επίσης ορισμένοι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ρήξης υπερακανθίου, όπως:
- Η ηλικία (οι ρήξεις είναι πιο συχνές σε άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών).
- Το φύλο (οι ρήξεις είναι πιο συχνές σε γυναίκες).
- Εργασία ή αθλητικές δραστηριότητες που απαιτούν επαναλαμβανόμενες κινήσεις του ώμου.
- Η ύπαρξη άλλων τραυματισμών του ώμου.
Για να μειώσετε τον κίνδυνο ρήξης υπερακανθίου, υπάρχουν ορισμένα σημαντικά μέτρα που μπορείτε να λάβετε:
- Ενισχύστε την δύναμη των μυών στον ώμο σας.
- Αποφύγετε την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση κινήσεων που ενεργοποιούν τον ώμο.
- Χρησιμοποιήστε προστατευτικό εξοπλισμό όταν ασκείστε σε αθλητικές δραστηριότητες που απαιτούν κινήσεις του ώμου.
- Εάν αντιμετωπίσετε πόνο στον ώμο που διαρκεί για περισσότερο από λίγες ημέρες, συμβουλευτείτε έναν ορθοπαιδικό για να αξιολογήσει το ενδεχόμενο ρήξης υπερακανθίου.
- Η θεραπεία της ρήξης υπερακανθίου εξαρτάται από τη σοβαρότητα της βλάβης, την ηλικία του ασθενούς και το επίπεδο δραστηριότητας του.
Με αυτό τον τρόπο, μπορείτε να βοηθήσετε στην πρόληψη της ρήξης υπερακανθίου και να διατηρήσετε τον ώμο σας υγιή.
Ανάπαυση: Είναι απαραίτητος ο ασθενής να αποφεύγει τις δραστηριότητες που προκαλούν ανακουφίσιμο πόνο στον ώμο.
Παγοθεραπεία: Η εφαρμογή πάγου στην περιοχή του τραυματισμού για περίπου 20 λεπτά ανά 2-3 ώρες μπορεί να συμβάλει στη μείωση του πόνου και της φλεγμονής.
Αλλαγή των καθημερινών δραστηριοτήτων: Ο ασθενής ίσως χρειαστεί να προσαρμόσει τον τρόπο που εκτελεί ορισμένες δραστηριότητες προκειμένου να αποφύγει τον πόνο στον ώμο.
Φυσικοθεραπεία: Η φυσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ευελιξίας και της δύναμης των μυών του ώμου.
Συντηρητική θεραπεία: Σε περιπτώσεις ρήξης μικρής ή μέτριας σοβαρότητας, η συντηρητική θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική. Ωστόσο, σε περιπτώσεις ρήξης μεγάλης σοβαρότητας ή όταν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη συντηρητική θεραπεία, μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση.
Χειρουργική επέμβαση: Η χειρουργική επέμβαση για τη ρήξη του υπερακανθίου συνήθως πραγματοποιείται με αρθροσκοπική τεχνική, δηλαδή μέσω μικρών τομών στο δέρμα. Ο Ορθοπεδικός χειρουργός επανατοποθετεί τον τένοντα στην κατάλληλη θέση και τον σταθεροποιεί με ράμματα ή μεταλλικές άγκυρες.
Η χειρουργική επέμβαση έχει ως στόχο την αποκατάσταση της πλήρους λειτουργίας του ώμου. Η ανάρρωση μετά τη χειρουργική επέμβαση συνήθως διαρκεί περίπου 3-6 μήνες.
Πρόγνωση: Η πρόγνωση για τη ρήξη του υπερακανθίου είναι συνήθως καλή, είτε ακολουθηθεί συντηρητική θεραπεία είτε χειρουργική. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξει κάποια μείωση της δύναμης ή της ευελιξίας του ώμου.